ὀστράκια

ὀστράκια
ὀστράκιον
shell-fish
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οστρακιά — (Ιατρ.). Λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα, της ομάδας των καλούμενων εξανθηματικών νοσημάτων, εξαιτίας των χαρακτηριστικών δερματικών εξανθημάτων που τα συνοδεύουν. Είναι νόσος ενδημική στις περισσότερες περιοχές με εύκρατο κλίμα, αλλά παρουσιάζει… …   Dictionary of Greek

  • οστρακιά — η μολυσματική αρρώστια που εκδηλώνεται με ερυθρό εξάνθημα, αλλ. σκαρλατίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀστρακίαν — ὀστρακίᾱν , ὀστρακίας a stone resembling an agate masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀστρακίας a stone resembling an agate masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οστρακιώδης — ες αυτός που προσιδιάζει στην οστρακιά ή που έχει τα χαρακτηριστικά τής οστρακιάς («οστρακιώδες εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οστρακιά + κατάλ. ώδης*. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • αστρακιά — η 1. η αρρώστια αστρακιά 2. στέγη με κεραμίδια και ασβέστη 3. μίγμα από ασβέστη και σκόνη ή μικρά κομμάτια από κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Για τη σημασία 1, αστρακιά < οστρακιά (με προληπτική αφομοίωση) < όστρακον. Για τις σημασίες 2 και 3 αστρακία …   Dictionary of Greek

  • γλωσσίτιδα — Φλεγμονή της γλώσσας. Μπορεί να προκληθεί από τραύμα (π.χ. από δόντια που προεξέχουν ανώμαλα ή είναι σπασμένα), επιμόλυνση, αβιταμίνωση, υποσιτισμό κλπ. Πολλές παθήσεις εσωτερικών οργάνων μπορούν να διαγνωστούν από αλλοιώσεις του βλεννογόνου της… …   Dictionary of Greek

  • ερύθημα — Κοκκίνισμα του δέρματος από τη διαστολή των αγγείων. Πολλές φορές εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως μόλις εμφανιστεί (π.χ. από συναίσθημα ντροπής ή οργής). Περισσότερο διαρκεί το φλεγμονώδες ε., που προκαλείται από χημικές ουσίες ή από φυσικούς… …   Dictionary of Greek

  • πολυαρθρίτιδα — Ταυτόχρονη ή διαδοχική φλεγμονή πολλών μαζί αρθρώσεων. Η π., τις πιο πολλές φορές εκδηλώνεται σαν σύμπτωμα των ρευματισμών, γιατί τα συμπτώματα της οξείας π. μοιάζουν με εκείνα των ρευματισμών. Μερικές φορές εκδηλώνεται συνδυασμένη με διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • σκαρλατίνα — η, Ν ιατρ. η λοιμώδης νόσος οστρακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. scarlatina < μτγν. λατ. scarlata, scarlatum «κομμάτι υφάσματος»] …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”